- παλίμπωλος
- πᾰλίμ-πωλος, ον,A = παλίμπρατος, v.l. in Poll.7.12; esp. of works not completed by the first contractor and given to another, IG7.3073.26 (Lebad.), BCH20.324 (ibid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλίμπωλος — παλίμπωλος, ον (Α) αυτός που μεταπωλείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πωλος (< πωλῶ), πρβλ. εύ πωλος] … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek